- σφονδυλοδῑνητος
- σφονδυλο-δῑνητος, mit dem Wirbel auf der Spindel gedreht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφονδυλοδίνητος — ον, Α αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη τού σφονδύλου, τού σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek
σφονδυλοδινήτῳ — σφονδυλοδῑνήτῳ , σφονδυλοδίνητος twirled by the spindle s whorl masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)